- γαλακτόχρως
- και γαλακόχρως, ο, η (Α)ο γαλακτόχρους*.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλακόχρως — ο (Α) βλ. γαλακτόχρως … Dictionary of Greek